- εὐφημητική
- εὐφημητικόςof happy significancefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφημητικός — ή, ό (Μ εὐφημητικός, ή, όν) [ευφημώ] αυτός που λέγεται για ευφημία, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός («ἀντίφρασις εὐφημητική», Ευστ.) … Dictionary of Greek